- εὔτομος
- εὔτομος, ον,A well-divided, regular, of a city, Arist.Pol.1330b23.II well-cut, of a gem, POxy.1449.14 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύτομος — εὔτομος, ον (Α) 1. (για σχέδιο πόλεως) αυτός που είναι καλά και κανονικά διαιρεμένος, καλά ρυμοτομημένος 2. (για πολύτιμους λίθους) αυτός που είναι καλά κομμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + τομος (< τόμος «τεμάχιο» < τέμνω), πρβλ. από τομος, επί… … Dictionary of Greek
εὔτομος — well divided masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔτομον — εὔτομος well divided masc/fem acc sg εὔτομος well divided neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)